- σμήω
- σμήωSee also: s. σμάω
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
σμήχω — ΜΑ 1. πλένω με σαπούνι ή σαπωνώδη αλοιφή («ἐκ κεφαλῆς δ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον», Ομ. Οδ.) 2. καθαρίζω με τη χρήση αλοιφής («τὰ μέλη λελωβημένους... ὁ μακάριος ἔσμηχε καὶ ἀπέρριπτε», Μηναί.) αρχ. 1. καθαρίζω αφαιρώντας κάτι («σμήχειν φλέγμα», Αρετ.) 2 … Dictionary of Greek
σμηρίζω — Α στιλβώνω με τρίψιμο, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. σμῶ* / σμήω, κατά το στηρίζω. Η σύνδεση τού ρ. με τη λ. σμῆριγξ δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
σμώ — ήω και άω, Α 1. (ενεργ και μέσ.) πλένω με σαπούνι ή με αλοιφή («κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ», Αριστοφ.) 2. σκουπίζω, καθαρίζω («εἰσιὼν ταῡτα τε καὶ τὰ ἄλλα ἡδύνειν καὶ τὴν κάρδοπον σμῆν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σμῶ… … Dictionary of Greek